πιαντήριος

πιαντήριος
πῑαν-τηριος, α, ον,
A fattening : τὰ π. fattening food, Hp.Loc.Hom. 28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιαντήριος — ία, ον, Α 1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῑς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. θερμαν τήριος …   Dictionary of Greek

  • πιαντηρίοισι — πιαντηριος fattening masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαντικός — ή, όν, Α [πιαίνω] πιαντήριος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”